- κλεψυδρῶν
- κλεψύδραpipettefem gen pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κλεψυδρῶν — Κλεψύδρη pipette fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψυδράριος — κλεψυδράριος, ὁ (Α) [κλεψύδρα] ο κατασκευαστής και πωλητής κλεψυδρών … Dictionary of Greek